Ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια, καθαρός, με το φεγγάρι να δημιουργεί μικρές λάμψεις στο νερό. Εγώ βρισκόμουν ξαπλωμένη ανάσκελα, απαθής , χαμμένη στην σκέψη μου. Ένιωθα πως όλα ήταν απλά ένας εφιάλτης και σύντομα θα ξυπνούσα από αυτόν. Η Μάγια όπως πάντα καθόταν στην οκλαδόν. Γύρισα και την κοίταξα, αφου μέσα μου γνώριζα τι σκεφτόταν… όπως και εγώ έτσι και αυτή έψαχνε τον πατέρα της. Σηκώθηκα και πήγα και κάθισα δίπλα της.
Μάγια, θα τον βρούμε. Της είπα, περιμένοντας να δω ένα χαμόγελο να διαγράφεται στο πρόσωπό της. Γύρισε και με κοίταξε.
Όχι. Δεν θελω. Το πρόσωπό της ήταν σκοτεινό, φανέρωνε μίσος , απελπισία. Δεν ήξερα γιατί και δεν ήθελα και να ρωτήσω. Φοβόμουν.
Για την Μάγια δεν γνώριζα πολλά. Είμαστε φίλες , ναι αλλά σε καμιά από τις δυο μας δεν αρέσει να μιλάει για το παρελθόν. Ίσως να αναγκαστήκαμε να γίνουμε φίλες χάρη του κρις..